λυγεράδα

λυγεράδα
η [λυγερός]
η ιδιότητα τού λυγερού, η ευκαμψία, η ευλυγισία
2. κομψότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λυγεράδα — η η ιδιότητα του λυγερού, η ευλυγισία: Η λυγεράδα της χορεύτριας μας άφησε άφωνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευλυγισία — και ευλυγιστία, η [ευλύγιστος] η ιδιότητα τού ευλύγιστου, ευκαμψία, λυγεράδα …   Dictionary of Greek

  • λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… …   Dictionary of Greek

  • Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το …   Dictionary of Greek

  • ευλυγισία — η το να είναι κάτι ευλύγιστο, εύκαμπτο, αλλ. λυγεράδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”